Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmarchingégno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [markinˈʤeɲɲo] 1 τέχνασμα 2 υπεκφυγή 3 επινόημα 4 μηχάνημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |