Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmarcitóio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [marʧiˈtojo] λάκκος εμποτισμού (του λιναριού) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |