Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marcitóio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [marʧiˈtojo]

λάκκος εμποτισμού (του λιναριού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marcita marciume  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
marcio (ουσ αρσ )
marcio (επίθ.)
marcire (ρ.αμτβ.)
marcita (θηλ.ουσ)
marcitoio (αρσ. επίθ και ουσ)
marciume (ουσ αρσ )
marco (ουσ αρσ )
marconigrafia (θηλ.ουσ)
marconigramma (ουσ αρσ )
marconista (ουσ αρσ και θηλ.)
marconiterapia (θηλ.ουσ)
mare (ουσ αρσ )
marea (θηλ.ουσ)
mareggiare (ρ.αμτβ.)
mareggiata (θηλ.ουσ)
mareggio (ουσ αρσ )
maremma (θηλ.ουσ)
maremoto (ουσ αρσ )
mareografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---