Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maremòto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,mareˈmɔto]

1 σεισμός με επίκεντρο στη θάλασσα
2 θαλάσσιος σεισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maremma mareografico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marea (θηλ.ουσ)
mareggiare (ρ.αμτβ.)
mareggiata (θηλ.ουσ)
mareggio (ουσ αρσ )
maremma (θηλ.ουσ)
maremoto (ουσ αρσ )
mareografico (επίθ.)
mareografo (ουσ αρσ )
mareogramma (ουσ αρσ )
mareometro (ουσ αρσ )
maresciallo (ουσ αρσ )
maretta (θηλ.ουσ)
marezzare (ρ. μτβ.)
marezzato (επίθ.)
marezzatura (θηλ.ουσ)
marezzo (ουσ αρσ )
margarico (επίθ.)
margarina (θηλ.ουσ)
margherita (θηλ.ουσ)
margheritina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---