Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaremòto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,mareˈmɔto] 1 σεισμός με επίκεντρο στη θάλασσα 2 θαλάσσιος σεισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |