Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaresciàllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mareʃˈʃallo] 1 αρχιλοχίας 2 στρατάρχης 3 αρχισμηνίας 4 ανθυπασπιστής 5 αρχικελευστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |