Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marezzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [maredˈdzare]

1 σχηματίζω κυματισμό
2 κινώ κυματιστά
3 κατσαρώνω
4 έχω κυματοειδή επιφάνεια
5 δίνω εμφάνιση νερών μάρμαρου
6 σχηματίζω φλέβες ή σαν φλέβες
7 κάνω νερά σε σχηματισμούς (σαν του ξύλου ή του μάρμαρου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maretta marezzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mareografo (ουσ αρσ )
mareogramma (ουσ αρσ )
mareometro (ουσ αρσ )
maresciallo (ουσ αρσ )
maretta (θηλ.ουσ)
marezzare (ρ. μτβ.)
marezzato (επίθ.)
marezzatura (θηλ.ουσ)
marezzo (ουσ αρσ )
margarico (επίθ.)
margarina (θηλ.ουσ)
margherita (θηλ.ουσ)
margheritina (θηλ.ουσ)
marginale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
marginalmente (επίρ.)
marginare (ρ. μτβ.)
marginatore (ουσ αρσ )
marginatura (θηλ.ουσ)
margine (ουσ αρσ )
margone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---