Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marginatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [marʤinaˈtura]

1 παρυφή
2 περιθώριο εντύπου
3 ρέλι
4 επίπλωση
5 μπορντούρα
6 σημείωση σε περιθώριο
7 σχηματισμός περιθωρίου
8 περιθωριοποίηση
9 μπορντούρα
10 ρέλιασμα
11 ρέλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marginatore margine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

margheritina (θηλ.ουσ)
marginale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
marginalmente (επίρ.)
marginare (ρ. μτβ.)
marginatore (ουσ αρσ )
marginatura (θηλ.ουσ)
margine (ουσ αρσ )
margone (ουσ αρσ )
margotta (θηλ.ουσ)
margottare (ρ. μτβ.)
margottiera (θηλ.ουσ)
margraviato (ουσ αρσ )
margravio (ουσ αρσ )
Maria (θηλ.ουσ)
marianna (θηλ.ουσ)
mariano (επίθ.)
maricoltore (ουσ αρσ )
maricoltura (θηλ.ουσ)
marijuana (θηλ.ουσ)
marimba (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---