ItalianoGreco


maricoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,marikolˈtura]

1 καλλιέργεια θαλάσσιων οργανισμών
2 υδατοκαλλιέργεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---