Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maricoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,marikolˈtura]

1 καλλιέργεια θαλάσσιων οργανισμών
2 υδατοκαλλιέργεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maricoltore marijuana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

margravio (ουσ αρσ )
Maria (θηλ.ουσ)
marianna (θηλ.ουσ)
mariano (επίθ.)
maricoltore (ουσ αρσ )
maricoltura (θηλ.ουσ)
marijuana (θηλ.ουσ)
marimba (θηλ.ουσ)
marina (θηλ.ουσ)
marinaio (ουσ αρσ )
marinara (θηλ.ουσ)
marinare (ρ. μτβ.)
marinaresco (επίθ.)
marinaro (επίθ.)
marinata (θηλ.ουσ)
marineria (θηλ.ουσ)
marino (επίθ.)
marioleria (θηλ.ουσ)
mariolo (ουσ αρσ )
marionetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---