Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmarinàra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mariˈnara] 1 ναυτικό καπέλο 2 ναυτική ενδυμασία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |