Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmarionettìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [marjonetˈtista] 1 χειριζόμενος μαριονέτες 2 χειριζόμενος κούκλες σε κουκλοθέατρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |