marìttimo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [maˈrittimo]
1 ναυτίλος
2 ναύτης
3 πελαγοδρόμος
4 ναυτιλλόμενος
5 ναυτικός
6 θαλασσινός
7 θαλασσοπόρος
marìttimo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [maˈrittimo]
1 ενάλιος
2 παραθαλάσσιος
3 εμπορικής ναυτιλίας
4 ναυτικός (του πολεμικού ναυτικού)
5 θαλασσινός
6 θαλάσσιος
7 ναυτιλιακός
8 ναυτικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [maˈrittimo]
1 ναυτίλος
2 ναύτης
3 πελαγοδρόμος
4 ναυτιλλόμενος
5 ναυτικός
6 θαλασσινός
7 θαλασσοπόρος
marìttimo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [maˈrittimo]
1 ενάλιος
2 παραθαλάσσιος
3 εμπορικής ναυτιλίας
4 ναυτικός (του πολεμικού ναυτικού)
5 θαλασσινός
6 θαλάσσιος
7 ναυτιλιακός
8 ναυτικός
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
linea [θηλ.] marittima secondaria = άγονη γραμμή
marittimo (ουσ αρσ )
marittimo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android