Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈrito]

ο σύζυγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maritata maritozzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maritale (επίθ.)
maritalmente (επίρ.)
maritare (ρ. μτβ.)
maritarsi (ρ.μ. (αντων.))
maritata (θηλ.ουσ)
marito (ουσ αρσ )
maritozzo (ουσ αρσ )
marittimo (ουσ αρσ )
marittimo (επίθ.)
marketing (ουσ αρσ )
marmaglia (θηλ.ουσ)
marmellata (θηλ.ουσ)
marmetta (θηλ.ουσ)
marmifero (επίθ.)
marmista (ουσ αρσ και θηλ.)
marmitta (θηλ.ουσ)
marmittone (ουσ αρσ )
marmo (ουσ αρσ )
marmocchio (ουσ αρσ )
marmoreo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---