Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mariolerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [marjoleˈria]

1 ατιμία
2 κατεργαριά
3 ζαβολιά
4 παλιανθρωπιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marino mariolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marinaresco (επίθ.)
marinaro (επίθ.)
marinata (θηλ.ουσ)
marineria (θηλ.ουσ)
marino (επίθ.)
marioleria (θηλ.ουσ)
mariolo (ουσ αρσ )
marionetta (θηλ.ουσ)
marionettista (ουσ αρσ και θηλ.)
marionettistico (επίθ.)
maritabile (επίθ.)
maritale (επίθ.)
maritalmente (επίρ.)
maritare (ρ. μτβ.)
maritarsi (ρ.μ. (αντων.))
maritata (θηλ.ουσ)
marito (ουσ αρσ )
maritozzo (ουσ αρσ )
marittimo (ουσ αρσ )
marittimo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---