Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maricoltóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,marikolˈtore]

Υδατοκαλλιεργητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mariano maricoltura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

margraviato (ουσ αρσ )
margravio (ουσ αρσ )
Maria (θηλ.ουσ)
marianna (θηλ.ουσ)
mariano (επίθ.)
maricoltore (ουσ αρσ )
maricoltura (θηλ.ουσ)
marijuana (θηλ.ουσ)
marimba (θηλ.ουσ)
marina (θηλ.ουσ)
marinaio (ουσ αρσ )
marinara (θηλ.ουσ)
marinare (ρ. μτβ.)
marinaresco (επίθ.)
marinaro (επίθ.)
marinata (θηλ.ουσ)
marineria (θηλ.ουσ)
marino (επίθ.)
marioleria (θηλ.ουσ)
mariolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---