Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmargóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [marˈgone] 1 αργιλώδης βράχος 2 λιμνούλα νερόμυλου 3 αργιλάσβεστος 4 ασβεστολιθικό κομμάτι για λίπανση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |