Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmarèa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [maˈrɛa] η παλίρροια permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαalta marea [θηλ.] = η πλημμυρίδα || bassa [θηλ.] marea = η άμπωτις Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |