Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmare] η θάλασσα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfrutti [αρσ. πλυθ.] di mare = τα θαλασσινά, τα μύδια || il mare [αρσ.] è mosso = έχει θάλασσα || mal [αρσ.] d'auto = η ναυτία || Mar [αρσ.] Jonio = το Ιόνιο Πέλαγος || Mar [αρσ.] Mediterraneo = η Μεσόγειος Θάλασσα || Mare [αρσ.] Adriatico = το Αδριατικό Πέλαγος || Mare [αρσ.] Egeo = το Αιγαίο Πέλαγος || mare [αρσ.] forza due = δύο μποφόρ || patire il mal di mare = το πλοίο με ζαλίζει Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |