Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmarciatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [marʧaˈtore] 1 βαδιστής 2 παρελαύνων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |