Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


marciùme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [marˈʧume]

1 διαφθορά
2 πύον
3 δωροδοκία
4 πώρωση
5 εξαχρείωση
6 εκφυλισμός
7 αποσύνθεση
8 σαπίλα
9 σήψη
10 σαποκώλιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marcitoio marco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marcio (ουσ αρσ )
marcio (επίθ.)
marcire (ρ.αμτβ.)
marcita (θηλ.ουσ)
marcitoio (αρσ. επίθ και ουσ)
marciume (ουσ αρσ )
marco (ουσ αρσ )
marconigrafia (θηλ.ουσ)
marconigramma (ουσ αρσ )
marconista (ουσ αρσ και θηλ.)
marconiterapia (θηλ.ουσ)
mare (ουσ αρσ )
marea (θηλ.ουσ)
mareggiare (ρ.αμτβ.)
mareggiata (θηλ.ουσ)
mareggio (ουσ αρσ )
maremma (θηλ.ουσ)
maremoto (ουσ αρσ )
mareografico (επίθ.)
mareografo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---