Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


màrchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmarkjo]

1 σημάδι
2 μάρκα
3 εργαλείο σημαδέματος ζώων
4 μέταλλο με διάτρητη επιγραφή
5 επωνυμία εμπορική
6 εμπορικό σήμα πατενταρισμένο
7 εμπορικό σήμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  marchingegno marchionale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


marchio [αρσ.] depositato = σήμα κατατεθέν


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

marchesino (ουσ αρσ )
marchetta (θηλ.ουσ)
marchiano (αρσ. επίθ και ουσ)
marchiare (ρ. μτβ.)
marchingegno (ουσ αρσ )
marchio (ουσ αρσ )
marchionale (επίθ.)
marcia (θηλ.ουσ)
marciano (επίθ.)
marciapiede (ουσ αρσ )
marciare (ρ.αμτβ.)
marciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
marcio (ουσ αρσ )
marcio (επίθ.)
marcire (ρ.αμτβ.)
marcita (θηλ.ουσ)
marcitoio (αρσ. επίθ και ουσ)
marciume (ουσ αρσ )
marco (ουσ αρσ )
marconigrafia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---