Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malpensànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,malpenˈsante]

1 ασυλλόγιστος
2 άκριτος
3 απερίσκεπτος
4 αλόγιαστος
5 απερίσκεπτος
6 απρονόητος
7 αστόχαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malore malpensato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malnutrizione (θηλ.ουσ)
malo (αρσ. επίθ και ουσ)
malocchio (ουσ αρσ )
malora (θηλ.ουσ)
malore (ουσ αρσ )
malpensante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
malpensato (επίθ.)
malpiglio (ουσ αρσ )
malpreparato (επίθ.)
malridotto (επίθ.)
malriuscito (επίθ.)
malsano (επίθ.)
malservito (επίθ.)
malsicuro (επίθ.)
malta (θηλ.ουσ)
maltasi (θηλ.ουσ)
maltempo (ουσ αρσ )
maltenuto (επίθ.)
malteria (θηλ.ουσ)
maltese (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---