Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaltése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [malˈtese], [malˈteze] Μαλτέζος maltése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [malˈtese], [malˈteze] μαλτέζικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |