Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaltòlto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [malˈtɔlto] 1 κλεμμένα πράγματα 2 κλοπιμαία maltòlto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [malˈtɔlto] κλεμμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |