Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malpreparàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,malprepaˈrato]

1 απροπόνητος
2 ατοίμαστος
3 πρόχειρος
4 ανέτοιμος
5 απροπαράσκευος
6 απαρασκεύαστος
7 απαράσκευος
8 απροετοίμαστος
9 σπασμωδικός
10 ανοργάνωτος
11 ασυνδύαστος
12 ασυντόνιστος
13 βιαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malpiglio malridotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malora (θηλ.ουσ)
malore (ουσ αρσ )
malpensante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
malpensato (επίθ.)
malpiglio (ουσ αρσ )
malpreparato (επίθ.)
malridotto (επίθ.)
malriuscito (επίθ.)
malsano (επίθ.)
malservito (επίθ.)
malsicuro (επίθ.)
malta (θηλ.ουσ)
maltasi (θηλ.ουσ)
maltempo (ουσ αρσ )
maltenuto (επίθ.)
malteria (θηλ.ουσ)
maltese (ουσ αρσ και θηλ.)
maltese (επίθ.)
malto (ουσ αρσ )
maltollerabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---