Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malpìglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [malˈpiʎʎo]

1 περιφρόνηση
2 καταφρόνια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malpensato malpreparato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malocchio (ουσ αρσ )
malora (θηλ.ουσ)
malore (ουσ αρσ )
malpensante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
malpensato (επίθ.)
malpiglio (ουσ αρσ )
malpreparato (επίθ.)
malridotto (επίθ.)
malriuscito (επίθ.)
malsano (επίθ.)
malservito (επίθ.)
malsicuro (επίθ.)
malta (θηλ.ουσ)
maltasi (θηλ.ουσ)
maltempo (ουσ αρσ )
maltenuto (επίθ.)
malteria (θηλ.ουσ)
maltese (ουσ αρσ και θηλ.)
maltese (επίθ.)
malto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---