Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalpìglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [malˈpiʎʎo] 1 περιφρόνηση 2 καταφρόνια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |