Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalóra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [maˈlora] 1 όλεθρος 2 συντριβή 3 χαμός 4 χαντάκωμα 5 σφαγιασμός 6 ξολοθρεμός 7 εξολόθρευση 8 εκθεμελίωση 9 ερείπωση 10 εξόντωση 11 αποδεκάτισμα 12 αφανισμός 13 απώλεια 14 αποθεμελίωση 15 ερήμωση 16 ξεκλήρισμα 17 ξεθεμέλιωμα 18 ξερίζωμα 19 ξεριζωμός 20 καταποντισμός 21 καταβαράθρωση 22 καταστροφή 23 καταπόντιση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαandare in malora = παίρνω την κάτω βόλτα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |