Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàlo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmalo] 1 υβριστικός 2 ανάποδος 3 δυσμενής 4 αβόλευτος 5 προσβλητικός 6 πικροαίματος 7 μοχθηρός 8 ευτελής 9 αντίξοος 10 ζαβός 11 κακόβολος 12 ενάντιος 13 ελαττωματικός 14 δύστροπος 15 κακός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |