Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalridótto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,malriˈdotto] 1 εξαντλημένος 2 αποκαμωμένος 3 αδύναμος 4 που έχει καταβληθεί 5 καταβεβλημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |