Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malridótto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,malriˈdotto]

1 εξαντλημένος
2 αποκαμωμένος
3 αδύναμος
4 που έχει καταβληθεί
5 καταβεβλημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malpreparato malriuscito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malore (ουσ αρσ )
malpensante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
malpensato (επίθ.)
malpiglio (ουσ αρσ )
malpreparato (επίθ.)
malridotto (επίθ.)
malriuscito (επίθ.)
malsano (επίθ.)
malservito (επίθ.)
malsicuro (επίθ.)
malta (θηλ.ουσ)
maltasi (θηλ.ουσ)
maltempo (ουσ αρσ )
maltenuto (επίθ.)
malteria (θηλ.ουσ)
maltese (ουσ αρσ και θηλ.)
maltese (επίθ.)
malto (ουσ αρσ )
maltollerabile (επίθ.)
maltolto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---