Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mallòppo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [malˈlɔppo]

1 πλούσιο κέρδος
2 κλοπιμαία
3 λάφυρα
4 λεία
5 διαγούμισμα
6 κούρσος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mallofago malmaritata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mallevadore (ουσ αρσ )
mallevadoria (θηλ.ουσ)
malleveria (θηλ.ουσ)
mallo (ουσ αρσ )
mallofago (ουσ αρσ )
malloppo (ουσ αρσ )
malmaritata (θηλ.ουσ)
malmenare (ρ. μτβ.)
malmesso (επίθ.)
malnato (επίθ.)
malnutrito (επίθ.)
malnutrizione (θηλ.ουσ)
malo (αρσ. επίθ και ουσ)
malocchio (ουσ αρσ )
malora (θηλ.ουσ)
malore (ουσ αρσ )
malpensante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
malpensato (επίθ.)
malpiglio (ουσ αρσ )
malpreparato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---