Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmallevadóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mallevaˈdore] 1 εγγυητής 2 ασφαλιστής 3 υπέγγυος 4 εγγυοδότης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |