Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malleabilizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [malleabiliddzatˈtsjone]

1 σφυρηλασία
2 σφυρηλάτηση
3 έλαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malleabilizzare malleolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maliziosità (θηλ.ουσ)
malizioso (επίθ.)
malleabile (επίθ.)
malleabilità (θηλ.ουσ)
malleabilizzare (ρ. μτβ.)
malleabilizzazione (θηλ.ουσ)
malleolare (επίθ.)
malleolo (ουσ αρσ )
mallevadore (ουσ αρσ )
mallevadoria (θηλ.ουσ)
malleveria (θηλ.ουσ)
mallo (ουσ αρσ )
mallofago (ουσ αρσ )
malloppo (ουσ αρσ )
malmaritata (θηλ.ουσ)
malmenare (ρ. μτβ.)
malmesso (επίθ.)
malnato (επίθ.)
malnutrito (επίθ.)
malnutrizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---