Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malleàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [malleˈabile]

1 ευλύγιστος
2 υποχωρητικός
3 εύπλαστος
4 συγκαταβατικός
5 ελαστικός
6 σφυρηλατήσιμος
7 ευέλικτος
8 μαλακός
9 ελατός
10 ενδίδων
11 προσαρμόσιμος
12 ευήλατος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malizioso malleabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malioso (αρσ. επίθ και ουσ)
malizia (θηλ.ουσ)
maliziosamente (επίρ.)
maliziosità (θηλ.ουσ)
malizioso (επίθ.)
malleabile (επίθ.)
malleabilità (θηλ.ουσ)
malleabilizzare (ρ. μτβ.)
malleabilizzazione (θηλ.ουσ)
malleolare (επίθ.)
malleolo (ουσ αρσ )
mallevadore (ουσ αρσ )
mallevadoria (θηλ.ουσ)
malleveria (θηλ.ουσ)
mallo (ουσ αρσ )
mallofago (ουσ αρσ )
malloppo (ουσ αρσ )
malmaritata (θηλ.ουσ)
malmenare (ρ. μτβ.)
malmesso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---