Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maˈlittsja]

1 χαιρεκακία
2 μοχθηρία
3 κατεργαριά
4 ζημιά
5 κακοήθεια
6 κακεντρέχεια
7 πανουργία
8 δολερότητα
9 πονηρό τέχνασμα
10 ζαβολιά
11 διαβολιά
12 δόλος
13 αταξία
14 κακοβουλία
15 στρατήγημα
16 εμπάθεια
17 έχθρα
18 δολιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malioso maliziosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malinformato (επίθ.)
malintenzionato (επίθ.)
malinteso (ουσ αρσ )
malinteso (επίθ.)
malioso (αρσ. επίθ και ουσ)
malizia (θηλ.ουσ)
maliziosamente (επίρ.)
maliziosità (θηλ.ουσ)
malizioso (επίθ.)
malleabile (επίθ.)
malleabilità (θηλ.ουσ)
malleabilizzare (ρ. μτβ.)
malleabilizzazione (θηλ.ουσ)
malleolare (επίθ.)
malleolo (ουσ αρσ )
mallevadore (ουσ αρσ )
mallevadoria (θηλ.ουσ)
malleveria (θηλ.ουσ)
mallo (ουσ αρσ )
mallofago (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---