Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalintéso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,malinˈteso] η παρεξήγηση malintéso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,malinˈteso] 1 παρανοημένος 2 παρερμηνευμένος 3 παρεξηγημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |