Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalàrico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [maˈlariko] ασθενής με ελονοσία malàrico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [maˈlariko] 1 ελώδης 2 ο της ελονοσίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |