Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malànimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈlanimo]

1 κακία
2 κακοβουλία
3 κακεντρέχεια
4 μοχθηρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malandrino malanno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malandato (επίθ.)
malandrinaggio (ουσ αρσ )
malandrinesco (επίθ.)
malandrino (ουσ αρσ )
malandrino (επίθ.)
malanimo (ουσ αρσ )
malanno (ουσ αρσ )
malaparata (θηλ.ουσ)
malaria (θηλ.ουσ)
malarico (ουσ αρσ )
malarico (επίθ.)
malariologia (θηλ.ουσ)
malariologo (ουσ αρσ )
malasorte (θηλ.ουσ)
malassare (ρ. μτβ.)
malassazione (θηλ.ουσ)
malaticcio (επίθ.)
malato (ουσ αρσ )
malato (επίθ.)
malattia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---