Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalandrìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [malanˈdrino] 1 παλιάνθρωπος 2 κακοποιός 3 ληστής 4 εγκληματίας 5 κακούργος 6 κατεργάρης malandrìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [malanˈdrino] 1 σκανταλιάρικος 2 κατεργάρικος 3 πρόστυχος 4 σκανταλιάρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |