Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malariologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ma,larjoloˈʤia]

κλάδος που μελετά την ελονοσία ή τα μεταδιδόμενα νοσήματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malarico malariologo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malanno (ουσ αρσ )
malaparata (θηλ.ουσ)
malaria (θηλ.ουσ)
malarico (ουσ αρσ )
malarico (επίθ.)
malariologia (θηλ.ουσ)
malariologo (ουσ αρσ )
malasorte (θηλ.ουσ)
malassare (ρ. μτβ.)
malassazione (θηλ.ουσ)
malaticcio (επίθ.)
malato (ουσ αρσ )
malato (επίθ.)
malattia (θηλ.ουσ)
malauguratamente (επίρ.)
malaugurato (επίθ.)
malaugurio (ουσ αρσ )
malauguroso (επίθ.)
malaventura (θηλ.ουσ)
malavita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---