Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalariòlogo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [malaˈrjɔlogo] γιατρός που μελετά την ελονοσία ή τα μεταδιδόμενα νοσήματα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |