Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malauguróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,malawguˈroso], [,malawguˈrozo]

1 δυσοίωνος
2 κακοσήμαδος
3 δυσμενής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malaugurio malaventura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malato (επίθ.)
malattia (θηλ.ουσ)
malauguratamente (επίρ.)
malaugurato (επίθ.)
malaugurio (ουσ αρσ )
malauguroso (επίθ.)
malaventura (θηλ.ουσ)
malavita (θηλ.ουσ)
malavoglia (θηλ.ουσ)
malavveduto (επίθ.)
malavventurato (επίθ.)
malavvezzo (επίθ.)
malavvisato (επίθ.)
Malaysia (θηλ.ουσ)
malaysiano (ουσ αρσ )
malaysiano (επίθ.)
malcaduco (ουσ αρσ )
malcapitato (ουσ αρσ )
malcapitato (επίθ.)
malcauto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---