Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malcadùco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,malkaˈduko]

επιληψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malaysiano malcapitato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malavvezzo (επίθ.)
malavvisato (επίθ.)
Malaysia (θηλ.ουσ)
malaysiano (ουσ αρσ )
malaysiano (επίθ.)
malcaduco (ουσ αρσ )
malcapitato (ουσ αρσ )
malcapitato (επίθ.)
malcauto (επίθ.)
malcerto (αρσ. επίθ και ουσ)
malconcio (επίθ.)
malconsigliato (επίθ.)
malcontento (ουσ αρσ )
malcontento (επίθ.)
malcoperto (επίθ.)
malcorrisposto (επίθ.)
malcostumato (αρσ. επίθ και ουσ)
malcostume (ουσ αρσ )
malcreato (αρσ. επίθ και ουσ)
malcurante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---