Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malcostumàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,malkostuˈmato]

1 κακοαναθρεμμένος
2 αγενής
3 ανάγωγος
4 απαιδαγώγητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malcorrisposto malcostume  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malconsigliato (επίθ.)
malcontento (ουσ αρσ )
malcontento (επίθ.)
malcoperto (επίθ.)
malcorrisposto (επίθ.)
malcostumato (αρσ. επίθ και ουσ)
malcostume (ουσ αρσ )
malcreato (αρσ. επίθ και ουσ)
malcurante (επίθ.)
malcurato (επίθ.)
maldestro (επίθ.)
maldicente (ουσ αρσ και θηλ.)
maldicente (επίθ.)
maldicenza (θηλ.ουσ)
maldisposto (επίθ.)
male! (επιφ.)
male (ουσ αρσ )
male (επίρ.)
maleavviato (επίθ.)
malebolge (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---