Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaldicènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,maldiˈʧɛnte] 1 συκοφάντης 2 διαβολέας maldicènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,maldiˈʧɛnte] συκοφαντικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |