Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maldicènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,maldiˈʧɛnte]

1 συκοφάντης
2 διαβολέας

maldicènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,maldiˈʧɛnte]

συκοφαντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maldestro maldicenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malcostume (ουσ αρσ )
malcreato (αρσ. επίθ και ουσ)
malcurante (επίθ.)
malcurato (επίθ.)
maldestro (επίθ.)
maldicente (ουσ αρσ και θηλ.)
maldicente (επίθ.)
maldicenza (θηλ.ουσ)
maldisposto (επίθ.)
male! (επιφ.)
male (ουσ αρσ )
male (επίρ.)
maleavviato (επίθ.)
malebolge (θηλ. ουσ πληθ.)
maledettamente (επίρ.)
maledetto (ουσ αρσ )
maledetto (επίθ.)
maledico (αρσ. επίθ και ουσ)
maledire (ρ. μτβ.)
maledizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---