Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maledétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maleˈdetto]

1 κολασμένος άνθρωπος
2 καταραμένη ψυχή

maledétto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maleˈdetto]

καταραμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maledettamente maledico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

male (ουσ αρσ )
male (επίρ.)
maleavviato (επίθ.)
malebolge (θηλ. ουσ πληθ.)
maledettamente (επίρ.)
maledetto (ουσ αρσ )
maledetto (επίθ.)
maledico (αρσ. επίθ και ουσ)
maledire (ρ. μτβ.)
maledizione (θηλ.ουσ)
maleducatamente (επίρ.)
maleducato (ουσ αρσ )
maleducato (επίθ.)
maleducazione (θηλ.ουσ)
malefatta (θηλ.ουσ)
maleficio (ουσ αρσ )
malefico (αρσ. επίθ και ουσ)
malefizio (ουσ αρσ )
maleodorante (επίθ.)
maleolente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---