Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maleducàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maleduˈkato]

1 μουλαράς
2 μπαστουνόβλαχος
3 βόδι (μεταφορικά)
4 βλαχοδήμαρχος
5 απελέκητος άνθρωπος
6 μπουρτζόβλαχος
7 αγριάνθρωπος

maleducàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maleduˈkato]

κακοαναθρεμμένος (-η, -ο), ανάφωγος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maleducatamente maleducazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maledetto (επίθ.)
maledico (αρσ. επίθ και ουσ)
maledire (ρ. μτβ.)
maledizione (θηλ.ουσ)
maleducatamente (επίρ.)
maleducato (ουσ αρσ )
maleducato (επίθ.)
maleducazione (θηλ.ουσ)
malefatta (θηλ.ουσ)
maleficio (ουσ αρσ )
malefico (αρσ. επίθ και ουσ)
malefizio (ουσ αρσ )
maleodorante (επίθ.)
maleolente (επίθ.)
malerba (θηλ.ουσ)
malese (ουσ αρσ και θηλ.)
malese (επίθ.)
Malesia (κύρ.όν. θηλ.)
malessere (ουσ αρσ )
malestro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---