Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malèrba  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maˈlɛrba]

1 ήρα (αγριόχορτο)
2 αγριόχορτο
3 ζιζάνιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maleolente malese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maleficio (ουσ αρσ )
malefico (αρσ. επίθ και ουσ)
malefizio (ουσ αρσ )
maleodorante (επίθ.)
maleolente (επίθ.)
malerba (θηλ.ουσ)
malese (ουσ αρσ και θηλ.)
malese (επίθ.)
Malesia (κύρ.όν. θηλ.)
malessere (ουσ αρσ )
malestro (ουσ αρσ )
malevolenza (θηλ.ουσ)
malevolo (ουσ αρσ )
malevolo (επίθ.)
malfamato (επίθ.)
malfare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
malfatto (ουσ αρσ )
malfatto (επίθ.)
malfattore (ουσ αρσ )
malfermo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---