Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalfàtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [malˈfatto] 1 σκατιά 2 προσβολή 3 παλιανθρωπιά 4 άτιμη πράξη 5 παράπτωμα 6 έκτροπο 7 αδίκημα 8 παραπάτημα 9 κακή πράξη malfàtto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [malˈfatto] 1 ασουλούπωτος 2 κακόσχημος 3 άσχημος 4 άγαρμπος 5 κακοφτιαγμένος 6 δύσμορφος 7 δυσανάλογος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |