Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malfondàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,malfonˈdato]

1 αθεμελίωτος
2 αβάσιμος
3 άσχημα θεμελιωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malfido malformato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malfatto (επίθ.)
malfattore (ουσ αρσ )
malfermo (επίθ.)
malfidato (αρσ. επίθ και ουσ)
malfido (επίθ.)
malfondato (αρσ. επίθ και ουσ)
malformato (επίθ.)
malformazione (θηλ.ουσ)
malga (θηλ.ουσ)
malgarbo (ουσ αρσ )
malgascio (ουσ αρσ )
malgascio (επίθ.)
malgiudicare (ρ. μτβ.)
malgoverno (ουσ αρσ )
malgrado (πρόθ.)
malgrado (σύνδ.)
malia (θηλ.ουσ)
maliarda (θηλ.ουσ)
maliardo (ουσ αρσ )
maliardo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---