maliàrdo, maliàrdo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [maliˈardo], [maˈljardo]
1 μαγγανευτής
2 θαυματοποιός
3 γητευτής
4 φακίρης
5 μάγος
6 αγύρτης
maliàrdo, maliàrdo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [maliˈardo], [maˈljardo]
1 μαγικός
2 σαγηνευτικός
3 μαγγανευτικός
4 μαγευτικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [maliˈardo], [maˈljardo]
1 μαγγανευτής
2 θαυματοποιός
3 γητευτής
4 φακίρης
5 μάγος
6 αγύρτης
maliàrdo, maliàrdo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [maliˈardo], [maˈljardo]
1 μαγικός
2 σαγηνευτικός
3 μαγγανευτικός
4 μαγευτικός
permalink
maliardo (ουσ αρσ )
maliardo (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android