Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


malignità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maliɲɲiˈta]

1 μίσος
2 μοχθηρή πράξη
3 κακοήθεια (για όγκο)
4 κακότητα
5 κακία
6 μοχθηρία
7 εμπάθεια
8 χαιρεκακία
9 μοχθηρότητα
10 κακεντρέχεια
11 κακοβουλία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  malignare maligno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

malia (θηλ.ουσ)
maliarda (θηλ.ουσ)
maliardo (ουσ αρσ )
maliardo (επίθ.)
malignare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
malignità (θηλ.ουσ)
maligno (ουσ αρσ )
maligno (επίθ.)
malinconia (θηλ.ουσ)
malinconicamente (επίρ.)
malinconico (επίθ.)
malincuore (επίρ.)
malinformato (επίθ.)
malintenzionato (επίθ.)
malinteso (ουσ αρσ )
malinteso (επίθ.)
malioso (αρσ. επίθ και ουσ)
malizia (θηλ.ουσ)
maliziosamente (επίρ.)
maliziosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---