Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmalformazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,malformatˈtsjone] 1 δυσμορφία 2 παραμόρφωση 3 ανώμαλος σχηματισμός 4 δυσμορφία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |